- κοσμητής
- Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους.
Στην Αθήνα, ο κ. ήταν άρχοντας επιφορτισμένος με την εποπτεία των εφήβων. Ο θεσμός αυτός ιδρύθηκε μάλλον τον 5ο αι. π.Χ. και απέκτησε μεγαλύτερη σημασία στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Ο κ. εκλεγόταν σε ετήσια βάση με χειροτονία από τον Δήμο των Αθηναίων, έπρεπε να είναι πάνω από 40 ετών και να έχει διάγει ηθικό βίο. Για την επιτήρηση των εφήβων είχε στην εξουσία του δέκα σωφρονιστές (έναν από κάθε φυλή) και στο τέλος της ετήσιας θητείας του απέδιδε ευθύνες και απολογισμό των εξόδων. Ήταν υποχρεωμένος να φροντίζει για τη σωματική υγεία των εφήβων, την πειθαρχία τους, την ομόνοια και την ειλικρινή φιλία μεταξύ τους, την εξάσκησή τους στα όπλα και στην ιππασία και την επίδοσή τους στα μαθήματα. Τους επέβλεπε στις ασκήσεις, στις εξόδους στην ύπαιθρο και στην υπηρεσία τους στα συνοριακά φρούρια. Επίσης, είχε το δικαίωμα να επιβάλλει χρηματικά πρόστιμα και αποτελούσε τον επικεφαλής της παρέλασης των εφήβων κατά τη γιορτή των Παναθηναίων. Με τη λήξη της θητείας των κ., οι έφηβοι τους προσέφεραν στεφάνια ή έστηναν την προτομή τους στα γυμναστήρια προς ένδειξη ευγνωμοσύνης. Πολλές τέτοιες προτομές σώζονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
Η αρχή των σωφρονιστών δεν αναφέρεται στις επιγραφές μετά το 304 π.Χ., αλλά επανεμφανίζεται στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους. Για τον θεσμό της εφηβείας και των κ. παρέχει πληροφορίες ο Αριστοτέλης στην Αθηναίων Πολιτεία, ενώ η ύπαρξη του θεσμού μαρτυρείται από επιγραφές επίσης στην πόλη Ίλιον και στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο.
* * *(II)ο, θηλ. κοσμήτρια (ΑM κοσμητής, θηλ. κοσμήτρια) [κοσμώ]αυτός που καλλωπίζει, ο διακοσμητήςνεοελλ.ο κοσμήτοραςνεοελλ.-μσν.μαρμάρινο διάζωμα που στηρίζεται στους κιονίσκους που διαχωρίζουν το ιερό βήμα από τον κυρίως ναό και αποτελεί στοιχείο τού βυζαντινού τέμπλουμσν.-αρχ.αυτός που καθάριζε τα αγάλματα των ναώναρχ.1. αυτός που παρέτασσε τον στρατό2. νομοθέτης πόλης («τὸν μείζω πόλεως κοσμητὴν νομοθετεῑν», Πλάτ.)3. (στην Αθήνα) άρχοντας που επόπτευε τους εφήβους, δηλαδή τους νέους ηλικίας από 18 ώς 20 ετών.
Dictionary of Greek. 2013.